- σουλιμάς
- και σουλουμάς, ο, Ν1. καλλυντικό, ψιμύθιο, φτειασίδι2. το λευκό τού μολύβδου3. ο διχλωριούχος άργυρος, που χρησιμοποιείται ως δηλητήριο ή ως αντισηπτικό4. φρ. «σουλιμάς κόκκινος» — οξείδιο τού μολύβδου, μίνιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sulama «πασσάλειμμα»].
Dictionary of Greek. 2013.