σουλιμάς

σουλιμάς
και σουλουμάς, ο, Ν
1. καλλυντικό, ψιμύθιο, φτειασίδι
2. το λευκό τού μολύβδου
3. ο διχλωριούχος άργυρος, που χρησιμοποιείται ως δηλητήριο ή ως αντισηπτικό
4. φρ. «σουλιμάς κόκκινος» — οξείδιο τού μολύβδου, μίνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sulama «πασσάλειμμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σουλιμάς — ο (λ. τουρκ.) 1. δηλητήριο (σουμπλιμέ). 2. είδος καλλυντικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • сулема — укр. сулема восходит к ср. лат. sublimātum сулема , буквально подвергнутое возгонке, то, что превращается в пар и снова приобретает твердую форму : sublimārе возгонять , sublīmis возвышенный, высокий . Не ясен путь заимствования; скорее всего зап …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • σουλιμαδού — η, Ν ειρων. γυναίκα υπερβολικά μακιγιαρισμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. σουλιμάδες τού σουλιμάς + κατάλ. ού τών θηλ. (πρβλ. καφετζ ού)] …   Dictionary of Greek

  • σουλουμάς — ο, Ν βλ. σουλιμάς …   Dictionary of Greek

  • suliman — SULIMÁN, sulimanuri, s.n. 1. (înv.) Fard; sulimeneală (2). 2. Plantă erbacee păroasă, cu frunze ovale, cu flori albastre, roz sau albe (Ajuga genevensis). – Din tc. sülümen. Trimis de IoanSoleriu, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  SULIMÁN s. (bot.;… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”